ζυγοστάθμιση

ζυγοστάθμιση
η
1. ζύγισμα.
2. εξουδετέρωση των τρανταγμάτων των μηχανών που προκαλούνται από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των μεταλλικών μαζών που κινούνται παλινδρομικά: Πήγε για ζυγοστάθμιση του αυτοκινήτου του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζυγοστάθμιση — Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοστασία — η (Μ ζυγοστασία) [ζυγοστάτης] ζύγισμα, ζυγοστάθμιση …   Dictionary of Greek

  • ζύγι — και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν) 1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά τού βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση 2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή… …   Dictionary of Greek

  • κοσκίνισμα — το [κοσκινίζω] 1. πέρασμα από κόσκινο («το στάρι θέλει κοσκίνισμα») 2. λεπτομερής και εξονυχιστική εξέταση 3. χαμηλής συχνότητας δόνηση τού συστήματος διεύθυνσης τού αυτοκινήτου που παρατηρείται σε κυματοειδές οδόστρωμα και οφείλεται σε κακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”